Απαντήσεις Στις Πιο Συχνές Ερωτήσεις

 

Ένα ζευγάρι οφείλει να απευθυνθεί σε ειδικό γιατρό (εξειδικευμένο γυναικολόγο) για την αντιμετώπιση πιθανόν προβλημάτων γονιμότητας, όταν η γυναίκα μετά από ένα χρόνο  συχνών (3-4 ανά εβδομάδα) επαφών χωρίς προφύλαξη δεν καταφέρνει την επίτευξη εγκυμοσύνης. Το διάστημα του ενός έτους αναμονής μειώνεται στο 6 μηνο όταν η γυναίκα έναι άνω τον 35 ετών (απότομη, κατακόρυφη πτώση της γονιμοποιητικής ικανότητας της γυναίκας μετά το 37 έτος της ηλικίας της).
Ο κύκλος της γυναίκας θεωρείται φυσιολογικός όταν έχει διάρκεια από 25 εώς και 35 μέρες.
Η εξέταση των μαστών περιλαμβάνει την ψηλάφηση  των μαστών(από τον γυναικολόγο και από την ίδια την γυναίκα), την ψηφιακή μαστογραφία και το υπερηχογράφημα των μαστών.

Είναι ένα screening τεστ που πρέπει να κάνουν όλες οι γυναίκες από τον πρώτο χρόνο που αρχίζουν τις σεξουαλικές τους επαφές και περιλαμβάνει την λήψη κολποτραχηλικού επιχρίσματος από τον γυναικολόγο για την ανίχνευση ανωμαλιών των κυττάρων του τραχήλου-κόλπου από τον κυτταρολόγο για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.

Τα κολπικά υγρά είναι διάφανα, άοσμα ή με την ιδιάζουσα οσμή της κάθε γυναίκας και επηρεάζονται από την φάση του κύκλου αυτής αλλάζοντας ποσότητα και σύσταση. Οποιαδήποτε αλλαγή στο χρώμα  και  στην οσμή αυτών, σε συνδιασμό με συνοδά συμπτώματα καύσος, κνησμού , δυσπαρεύνειας και και άλγος έξω γεννητικών οργάνων είναι σημάδια κολπίτιδας και πρέπει να αντιμετωπίζεται μετά την απαραίτητη γυναικολογική εξέταση από τον γυναικολόγο.
Εάν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι ( κληρονιμικό ιστορικό, παθολογικά ευρήματα στην ψηλάφηση μαστών) τότε η μαστογραφία και το υπερηχογράφημα μαστών πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο μετά το 40 έτος της ηλικίας.
Ο γυναικολογικός προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει ένα τεστ-παπανικολάου και μία εξέταση μαστών για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου και του μαστού και πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο.

Η υπερηχογραφική εξέταση μπορεί να γίνει είτε διακολπικά, είτε διακοιλιακά. Ωστόσο, στην αρχή της κύησης η διακολπική μέθοδος υπερέχει της διακοιλιακής, καθώς η υπερηχογραφική κεφαλή φτάνει πιο κοντά στη μήτρα.  Η εξέταση αυτή δεν είναι ευχάριστη για τις περισσότερες γυναίκες, είναι όμως ασφαλής και ανώδυνη.

Όσο μεγαλώνει η ηλικία μιας εγκυμοσύνης, τόσο αυξάνονται τα επίπεδα της β-χοριακής γοναδοτροπίνης, της ορμόνης που παράγεται από τον πρώιμο πλακούντα (τροφοβλάστη).  Οι τιμές της  διπλασιάζονται φυσιολογικά κάθε δυο ημέρες και όταν τα επίπεδα της είναι μεγαλύτερα των 1800mΙU/ml, θεωρητικά η κύηση βρίσκεται στην 4η εβδομάδα και μπορεί να απεικονιστεί ο εμβρυικός σάκος με την χρήση της διακολπικής υπερηχογραφίας.

Μετά την 5η  εβδομάδα μπορεί να εντοπιστεί ο εμβρυικός πόλος (μελλοντικό έμβρυο) και όταν η ορμόνη φτάσει τα 20.000mΙU/ml η κύηση βρίσκεται στην 7η  εβδομάδα και τότε μπορεί να ανιχνευτεί η  καρδιακή λειτουργία του εμβρύου.  

Αντίθετα, με την διακοιλιακή μέθοδο η ίδια απεικόνιση επιτυγχάνεται μια εβδομάδα αργότερα.

H διάρκεια μιας κύησης, από την ημέρα της σύλληψης έως και την πιθανή ημερομηνία τοκετού, είναι 38 εβδομάδες.

Η σύλληψη γίνεται συνήθως την 14η ημέρα του κύκλου της, (δηλαδή 2 εβδομάδες μετά την τελευταία της περίοδο), εφόσον έχει φυσιολογικό κύκλο 28 ημερών.

Γι’ αυτές τις γυναίκες η πιθανή ημερομηνία τοκετού μπορεί να ορισθεί ως 40 εβδομάδες (280 ημέρες) μετά από την πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου (εμμήνου ρύσεως).

Ενός απλός τρόπος για να βρεις την πιθανή ημερομηνία τοκετού επιτυγχάνεται με τον κανόνα του Naegele. Δηλαδή, προσθέτουμε στην πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου 1 έτος, μετά αφαιρούμε 3 μήνες και προσθέτουμε 7 ημέρες.

Οι πιο πάνω κανόνες δεν ισχύουν για γυναίκες με ασταθή περίοδο.

Ο πιο ακριβής τρόπος για να οριστεί η ηλικία μιας κύησης είναι το υπερηχογράφημα πρώτου τριμήνου. Η μέτρηση του κεφαλοουραίου μήκους (CRL) του εμβρύου μάς επιτρέπει να υπολογίσουμε την ηλικία κύησης με την μικρότερη δυνατή απόκλιση (+/- 4 ημέρες).

Ένας ακόμη απλός, αλλά όχι ακριβής, κανόνας υπολογισμού της ηλικίας κύησης είναι ο εξής:

κεφαλοουραίο μήκος εμβρύου (cm) + 6,5 = εβδομάδες κύησης.

Μέτρηση του κεφαλοουραίου μήκους μπορεί να επιτευχτεί με ακρίβεια μέχρι την 14η εβδομάδα κύησης.  Έπειτα, το έμβρυο έχει πιο κεκαμένη (κουλουριαστή) θέση και η μέτρηση δεν είναι ακριβείας.

Η ηλικία μιας κύησης αλλάζει μόνο με τον χρόνο που περνάει. Δηλαδή, όταν για ένα έμβρυο υπολογιστεί η ηλικία του με υπερηχογράφημα στο πρώτο τρίμηνο, τότε υπολογίζουμε την ηλικία του προσθέτοντας τις ημέρες  που έχουν περάσει από τον υπέρηχο, π.χ. σε ένα υπερηχογράφημα του πρώτου τριμήνου το έμβρυο έχει κεφαλοουραίο μήκος 45mm και αντιστοιχεί σε 11 εβδομάδες.  Η  ηλικία του, με το πέρας 10 επιπλέον εβδομάδων, είναι 21 εβδομάδων. Αν το έμβρυο έχει μέγεθος που αντιστοιχεί σε 20 εβδομάδες, δεν έχει ηλικία 20 εβδομάδων, απλώς είναι ένα έμβρυο μικρό για τις 21 εβδομάδες κύησης.

Σε περίπτωση εγκυμοσύνης που έγινε αντιληπτή κατά το δεύτερο τρίμηνο, ο υπέρηχος δεν έχει την ίδια ακρίβεια αναγνώρισης της ηλικίας της. Ο πιο ακριβής τρόπος υπολογισμού της ηλικίας κύησης επιτυγχάνεται με την μέτρηση της περιμέτρου κεφαλής του εμβρύου με απόκλιση +/- 7 ημέρες.

Υπολογισμός της ηλικίας κύησης κατά το τρίτο τρίμηνο δεν είναι εφικτός με υπερηχογραφική εξέταση, διότι η ένδειξη έχει συνήθως μεγάλη απόκλιση.

Αυχενική διαφάνεια (nuchal translucency) είναι η υπερηχογραφική εμφάνιση της υποδόριας συσσώρευσης υγρού πίσω από τον αυχένα του εμβρύου.

Το πάχος της εμβρυϊκής αυχενικής διαφάνειας μετριέται κατά το υπερηχογράφημα που εκτελείται από την 11η έως την 13ηεβδομάδα+6 ημέρες της κύησης. Συνδυάζεται, δε, με την ηλικία της μητέρας, ώστε να παρέχει μια αποτελεσματική μέθοδο διαλογής πληθυσμού για την τρισωμία 21.

Η αύξηση του πάχους της αυχενικής διαφάνειας κατά τον τρίτο μήνα της ενδομήτριας ζωής διαγιγνώσκεται ως σύνδρομο Down ήδη από το 1990.

Η αυχενική διαφάνεια μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την πιθανότητα να πάσχει το έμβρυο από σύνδρομο Down.  Μάλιστα, το 75% των τρισωμικών κυήσεων μπορούν να ανιχνευθούν μόνο με αυτή την εξέταση.

Η εξέταση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όταν το έμβρυο έχει κεφαλοουριαίο μήκος (η απόσταση από το κεφάλι του έως το ισχίο του) από 45 έως 84mm.

Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί στην περίοδο από την 11η έως την 13η εβδομάδα+6 ημέρες κύησης.

Το πρώτο υπερηχογράφημα που γίνεται την 6η εβδομάδα της κύησης, ελέγχει την ύπαρξη και τη θέση του εμβρύου (ενδομήτρια – εξωμήτρια), τον αριθμό των εμβρύων, την ομαλή εξέλιξη της κύησης ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αιμορραγίας και έντονου κοιλιακού άλγους και την ύπαρξη καρδιακών παλμών του εμβρύου, κ.α., ώστε να υπάρχει η δυνατότητα έγκαιρης αντιμετώπισης.

Αργότερα, μεταξύ της 11ης και 14ης εβδομάδας της κύησης γίνεται το στρατηγικής σημασίας υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου, με το οποίο εκτός από την μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας (ποσότητα υγρού στον αυχένα του εμβρύου), μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για χρωμοσωματικές ανωμαλίες (ιδίως για το σύνδρομο Down).

Επίσης, προσδιορίζει με ακρίβεια την ηλικία της κύησης, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που αγνοούμε την ακριβή ημερομηνία της τελευταίας περιόδου και έτσι μπορούμε να ανιχνεύσουμε αρκετές εμβρυϊκές ανατομικές ανωμαλίες, όπως ανεγκεφαλία, ομφαλοκήλη κλπ.

Επίσης ελέγχουμε την ύπαρξη ρινικού οστού, εμβρυικού στομάχου και ουροδόχου κύστης, καθώς και τον σχηματισμό των άνω και κάτω άκρων και εμβρυικού κρανίου.

Κατά την διεξαγωγή του ανωτέρω υπερηχογραφήματος ελέγχουμε με την τεχνική των Doppler, την αιματική ροή των μητριαίων αρτηριών της μητέρας. Με το τρόπο αυτό συμπεραίνουμε για την καλή ή μη πλακουντοποίηση, τη σωστή δηλαδή ανάπτυξη της εμβρυο-πλακουντιακής κυκλοφορίας.

Ταυτόχρονα, λαμβάνοντας μητρικό αίμα, μετράμε το PAPP-a και την ελεύθερη β- χοριακή γοναδοτροπίνη (free-βhcG), που σε συνδυασμό με τη μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας, μας προσδορίζει τον στατιστικό κίνδυνο για σύνδρομο Down (προγεννητικός βιοχημικός έλεγχος).

Η αυξημένη αυχενική διαφάνεια σχετίζεται με εμβρυϊκές διαμαρτίες και εμβρυϊκό θάνατο. Ωστόσο, η πλειονότητα των εμβρύων επιζούν και αναπτύσσονται φυσιολογικά.

Η ύπαρξης της αυξάνει τον κίνδυνο για συγκεκριμένες παθήσεις των εμβρύων, όπως χρωμοσωμικές ανωμαλίες, δομικές ανωμαλίες (με πιο συχνές τις συγγενείς καρδιοπάθειες), γενετικά σύνδρομα και περιγεννητικές λοιμώξεις.

Μετά τη διάγνωση της αυξημένης αυχενικής διαφάνειας, βασικός στόχος είναι να διαχωριστούν τα έμβρυα που πιθανά θα εμφανίσουν προβλήματα από εκείνα που πιθανά θα είναι φυσιολογικά.

Αρχικά πρέπει να γίνει  λήψη χοριακών λαχνών (CVS) ή αμνιοπαρακέντηση για έλεγχο του καρυότυπου του εμβρύου, καθώς ο κίνδυνος για χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι αυξημένος.

Στις περιπτώσεις οικογενειακού ιστορικού γονιδιακού γενετικού συνδρόμου, το δείγμα της χοριακής λάχνης ή της αμνιοπαρακέντησης εξετάζεται  για να αποκλείσει κάποια σύνδρομα. Ωστόσο, είναι αδύνατο να εξεταστούν όλα τα γεννητικά σύνδρομα.

Επιπλέον, πρέπει να διεξαχθεί  λεπτομερές υπερηχογράφημα μεταξύ 11ης – 13ης εβδομάδας προκειμένου να διαγνωστούν σοβαρές δομικές ανωμαλίες. Μεταξύ 16ης–18ης εβδομάδας επαναλαμβάνεται το υπερηχογράφημα, καθώς  το έμβρυο έχει μεγαλώσει αρκετά σε μέγεθος και διευκολύνεται ο έλεγχος ενώ εξετάζεται εκ νέου την 22η εβδομάδα με το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου. Στις περιπτώσεις που η αυχενική διαφάνεια είναι μεγαλύτερη των 3,5mm, συστήνεται περαιτέρω έλεγχος της εμβρυικής καρδιάς από εξειδικευμένο παιδοκαρδιολόγο ώστε να αποκλειστεί κάποια συγγενής καρδιοπάθεια.

Εάν δεν υπάρχουν εμφανείς διαμαρτίες  και η  αυχενική διαφάνεια έχει απορροφηθεί εντελώς, οι  γονείς διαβεβαιώνονται ότι το μωρό τους θα γεννηθεί και θα αναπτυχθεί φυσιολογικά. Οι πιθανότητες να έχει κάποια σοβαρή διαμαρτία ή νευροαναπτυξιακή καθυστέρηση δεν διαφέρουν σημαντικά από εκείνες του γενικού πληθυσμού.